- βλάξ
- βλάξ, βλᾱκός, ὁ, ἡ,A stolid, stupid, Pl.Grg.488a;
β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12
;β. καὶ ἄφρων Arist.EE1247a18
;θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16
, cf. Plb. 16.22.5;β. ἄνθρωπος Heraclit.87
: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: [comp] Comp. βλακότερος or-ώτερος Id.Mem.4.2.40
: [comp] Sup. βλακότατος or -ώτατος (but -ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4.II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.